Υψηλότατο το επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην Ελλάδα
Τα προφίλ υγείας είναι αποτέλεσμα κοινής προσπάθειας του ΟΟΣΑ και του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Προφίλ Υγείας 2021* της χώρας μας, το τρίτο κατά σειρά, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καταγράφοντας διαπιστώσεις και ευρήματα που αφορούν γενικότερα την υγεία στην Ελλάδα, τους παράγοντες κινδύνου, αλλά και την απόδοση (αποτελεσματικότητα, προσβασιμότητα και ανθεκτικότητα) του συστήματος υγείας.
Όσον αφορά την Προσβασιμότητα του συστήματος υγείας, αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής:
Η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης μεταξύ των χωρών της ΕΕ το 2019
Κατά την τελευταία δεκαετία τα επίπεδα μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης που ανέφερε η Ελλάδα ήταν σταθερά υψηλότερα από τα αντίστοιχα επίπεδα του συνόλου της ΕΕ. Το 2019 η Ελλάδα κατέγραψε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ μετά την Εσθονία: το 8,1% του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες λόγω κόστους, απόστασης που πρέπει να διανυθεί ή χρόνου αναμονής, σε σύγκριση με 1,7% κατά μέσο όρο σε επίπεδο ΕΕ (βλ. σχήμα 6). Οι μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους (13,1%) το 2016 και κατόπιν μειώνονταν σταθερά κατά περίπου 15% κάθε χρόνο. Ωστόσο, ακόμη και το 2019 η Ελλάδα εξακολουθούσε να παρουσιάζει μακράν τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά τις μη καλυπτόμενες ανάγκες μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων. Το ποσοστό για τα νοικοκυριά στο κατώτατο πεμπτημόριο εισοδήματος (18,1%) ήταν 20 φορές υψηλότερο από το ποσοστό για τα νοικοκυριά στο ανώτατο πεμπτημόριο (0,9%). Το κόστος ήταν ο κύριος παράγοντας των μη καλυπτόμενων αναγκών, όπως ανέφερε το 7,5% όσων απάντησαν –το οποίο είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (όπου ο μέσος όρος είναι 0,9%).
Από έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), η οποία κάλυψε τους πρώτους 12 μήνες της πανδημίας COVID-19, διαπιστώθηκε ότι το 24% των Ελλήνων που απάντησαν ανέφεραν μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, έναντι 21% σε ολόκληρη την ΕΕ (Eurofound, 2021)1. Αυτό οφείλεται πιθανόν σε παράγοντες όπως η αναβολή των μη βασικών υπηρεσιών από τους παρόχους και ο φόβος των ασθενών μήπως τους μεταδοθεί η νόσος COVID-19.
Οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες όσον αφορά την πρόσβαση στην περίθαλψη
Στην Ελλάδα, η κάλυψη του πληθυσμού για χρηματοδοτούμενες από το δημόσιο υπηρεσίες είναι πλέον καθολική. Από το 2016 οι πρόσφυγες έχουν δικαίωμα πρόσβασης στο ίδιο επίπεδο υπηρεσιών με τους Έλληνες πολίτες, ενώ οι αιτούντες άσυλο που πάσχουν από συγκεκριμένες παθήσεις, έχουν αναπηρία ή φιλοξενούνται σε μονάδες κοινωνικής πρόνοιας έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς τους. Ωστόσο, στην πράξη εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα όσον αφορά την πρόσβαση στην περίθαλψη.
Ειδικότερα, όσοι βρίσκονται σε κέντρα υποδοχής προσφύγων ή έχουν εγκλωβιστεί στα σύνορα της ΕΕ αντιμετώπισαν δυσκολίες στην εξασφάλιση ιατρικών ραντεβού και η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της έξαρσης της νόσου COVID-19. Η αναστολή χορήγησης αριθμών υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής ασφάλισης στους αιτούντες άσυλο κατά τη διάρκεια του Ιουλίου 2019 είχε, επίσης, ως αποτέλεσμα οι ενδιαφερόμενοι να μην έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης (European Public Health Alliance, 2020).
Οι δικαιούχοι δικαιούνται ολοκληρωμένη δέσμη υπηρεσιών περίθαλψης, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν κενά
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της νόσου COVID-19, όλες οι σχετικές διαγνωστικές και θεραπευτικές υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν. Η τυποποιημένη δέσμη παροχών των υπηρεσιών υγείας που καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ ορίζεται ρητά στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας. Ενώ το φάσμα παροχών είναι αρκετά ευρύ –περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την πρόληψη νόσων και την προαγωγή της υγείας, την πρωτοβάθμια φροντίδα/εξωνοσοκομειακή υγειονομική περίθαλψη, τη νοσοκομειακή περίθαλψη και διαγνωστικές εξετάσεις και διαδικασίες– στην πράξη δεν είναι εύκολο να έχουν όλοι πρόσβαση σε κάποιες υπηρεσίες. Αυτό ισχύει για την οδοντιατρική περίθαλψη, όπου ακόμη και ο περιορισμένος αριθμός των αποζημιούμενων υπηρεσιών δεν είναι δυνατόν να παρασχεθεί, επειδή δεν υπάρχουν συμβάσεις μεταξύ του ασφαλιστικού ταμείου και ιδιωτών οδοντιάτρων. Τα κέντρα υγείας παρέχουν δωρεάν οδοντιατρικές υπηρεσίες για παιδιά έως 18 ετών και επείγουσα περίθαλψη για όλες τις ηλικίες, αλλά συχνά έχουν ελλείψεις σε προσωπικό και δυναμικότητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει δημόσια κάλυψη για το σύνολο σχεδόν της οδοντιατρικής περίθαλψης και οι πολίτες πρέπει να καταβάλουν οι ίδιοι άμεσες πληρωμές. Στην Ελλάδα είναι, επίσης, σχετικά χαμηλή η δημόσια κάλυψη για φάρμακα και εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες (σχήμα 7).
Ένα άλλο πιθανό εμπόδιο στην πρόσβαση είναι τα μηνιαία όρια στον αριθμό των καλυπτόμενων από τον ΕΟΠΥΥ επισκέψεων ανά ιατρό, στον αριθμό παραπεμπτικών για διαγνωστικές και εργαστηριακές εξετάσεις και στις συνταγογραφήσεις (όριο δαπάνης), τα οποία εφαρμόζονται από το 2012. Παρότι οι περιορισμοί αυτοί μείωσαν τα περιθώρια υπερθεραπείας και αντιμετώπισαν το πρόβλημα της προκλητής ζήτησης, ενδέχεται παράλληλα να είχαν ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς είτε να καθυστερούν την αναζήτηση περίθαλψης, είτε να στρέφονται σε εναλλακτικό πάροχο, είτε να πληρώνουν για μια επίσκεψη απευθείας με άμεση πληρωμή.
Τα φάρμακα και η ενδονοσοκομειακή περίθαλψη αποτελούν βασικούς παράγοντες των άμεσων ιδιωτικών δαπανών
Το 2019 η Ελλάδα κατέγραψε το τρίτο υψηλότερο επίπεδο άμεσων ιδιωτικών πληρωμών ως ποσοστό των δαπανών για την υγεία στην ΕΕ (35%), το οποίο ήταν πάνω από το διπλάσιο του μέσου όρου στο σύνολο της ΕΕ (15,4%). Οι άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα αντιστοιχούσαν στο 13% του συνόλου των δαπανών για την υγεία στην Ελλάδα, έναντι ποσοστού μόλις κάτω από 4% στην ΕΕ, και αντιπροσωπεύουν πάνω από το ένα τρίτο (36%) του συνόλου των άμεσων ιδιωτικών δαπανών. Οι πληρωμές των νοικοκυριών για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη αντιπροσωπεύουν, επίσης, αξιοσημείωτο μερίδιο των δαπανών για την υγεία, της τάξης του 11% των συνολικών δαπανών για την υγεία στην Ελλάδα, έναντι μόλις 1% στην ΕΕ (βλ. σχήμα 8), το οποίο αντιστοιχεί σε ακόμη ένα τρίτο του συνόλου των άμεσων ιδιωτικών δαπανών. Το ποσό αυτό αντικατοπτρίζει κυρίως τις δαπάνες για νοσοκομειακές υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιωτικούς φορείς, παρότι ορισμένα έμμεσα στοιχεία δείχνουν ότι άτυπες πληρωμές καταβάλλονται και σε δημόσια νοσοκομεία (Thomson, Cylus & Evetovits, 2019). Δεδομένης της έλλειψης δημόσιας κάλυψης, το σχετικά χαμηλό ποσοστό άμεσων ιδιωτικών πληρωμών για οδοντιατρικές υπηρεσίες μπορεί κάλλιστα να αντικατοπτρίζει ένα σημαντικό μερίδιο υπηρεσιών φροντίδας που παραμελήθηκαν: το 2019 η Ελλάδα κατέγραψε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μη καλυπτόμενων αναγκών οδοντιατρικής περίθαλψης στην ΕΕ (1 στα 12 άτομα), με ακόμη υψηλότερα επίπεδα (ένα στα έξι άτομα) μεταξύ των χαμηλότερων εισοδηματικών ομάδων.
Οι άτυπες πληρωμές προς τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας εξακολουθούν να είναι διαδεδομένες
Εκτιμάται ότι οι άτυπες πληρωμές αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, κάτι το οποίο υπονομεύει την ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες και την οικονομική προστασία. Από πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου προέκυψε ότι το 14% του πληθυσμού κατέβαλε άτυπη πληρωμή σε ιατρό, νοσηλευτή ή νοσοκομείο τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ το 81% όσων απάντησαν πιστεύει ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη πρακτική στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης (European Commission, 2020a).
Οι καταστροφικές δαπάνες για την υγεία είναι σχετικά υψηλές
Η μεγάλη εξάρτηση από τις άμεσες ιδιωτικές πληρωμές για ιατρικές δαπάνες στην Ελλάδα σημαίνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες για την υγεία2, οι οποίες αυξήθηκαν από 7% το 2010 σε 8,9% το 2019 – το όγδοο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία (Σχήμα 9). Όπως και στις περισσότερες άλλες χώρες, πάνω από το ήμισυ του συνόλου των καταστροφικών δαπανών στην Ελλάδα καταβάλλονται από το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών.
Διάφορα μέτρα συμβάλλουν στις προσπάθειες για τη βελτίωση της οικονομικής προσιτότητας των φαρμάκων
Η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή φαρμακευτική περίθαλψη αποτελεί σημαντική προτεραιότητα πολιτικής για την Ελλάδα, δεδομένων ιδίως των υψηλών ποσοστών επιμερισμού της δαπάνης και των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών για την αγορά φαρμάκων. Εκτός από τις απαλλαγές συγκεκριμένων ομάδων (όπως άτομα με χαμηλό εισόδημα και άτομα με χρόνιες παθήσεις) από τον επιμερισμό του κόστους, άλλες πολιτικές επικεντρώθηκαν στη μείωση των τιμών και στη συγκράτηση του συνολικού κόστους των φαρμάκων, γεγονός που βελτίωσε την οικονομική προσιτότητα. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η θέσπιση μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback) από τη φαρμακευτική βιομηχανία σε περίπτωση που οι δαπάνες υπερβούν τα προκαθορισμένα ανώτατα όρια3, μειώσεις της χονδρικής τιμής των φαρμάκων με βάση την τιμολόγηση αναφοράς, η υποχρεωτική συνταγογράφηση με τη διεθνή κοινόχρηστη ονομασία και η υποχρεωτική αντικατάσταση με γενόσημα από τους φαρμακοποιούς.
Η Ελλάδα είναι, επίσης, ιδρυτικό μέλος της Δήλωσης της Βαλέτας, μίας συμμαχίας 10 κρατών μελών της ΕΕ που έχει ως στόχο να διευκολύνει τις κοινές διαπραγματεύσεις με φαρμακευτικές εταιρείες όσον αφορά τις τιμές και την προμήθεια φαρμάκων. Η πρόσβαση σε καινοτόμα και οικονομικώς προσιτά φάρμακα στην Ελλάδα θα υποστηριχθεί περαιτέρω από τη νέα φαρμακευτική στρατηγική της ΕΕ για την Ευρώπη, η οποία δίνει επίσης έμφαση στη δυνατότητα ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών για τις πολιτικές τιμολόγησης, πληρωμών και προμηθειών, με σκοπό τη βελτίωση της οικονομικής προσιτότητας και της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας των φαρμάκων (European Commission, 2020b).
Η τηλεσυμβουλευτική συμβάλλει στη διατήρηση της διαθεσιμότητας της περίθαλψης
Με τα πολλά νησιά και τις απομακρυσμένες περιοχές της, η Ελλάδα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής υγείας (τηλεϊατρική). Το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής (ΕΔΙΤ) περιλαμβάνει 43 μονάδες τηλεϊατρικής που συνδέουν 30 κέντρα υγείας στα νησιά του Αιγαίου με 12 νοσοκομεία στην περιφέρεια της πρωτεύουσας. Οι μονάδες αυτές είναι εξοπλισμένες με κάμερες και διαγνωστικά εργαλεία και προσφέρουν πρόσβαση σε ευρύ φάσμα ειδικών ιατρών. Επί του παρόντος σχεδιάζεται μια σημαντική εθνική επέκταση της ικανότητας του ΕΔΙΤ, με την προσθήκη 315 νέων σταθμών τηλεϊατρικής και 3.000 νέων σταθμών εργασίας για την κατ’ οίκον φροντίδα ευάλωτων ατόμων, η οποία έχει ως στόχο να διευκολύνει περαιτέρω την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας σε απομακρυσμένες περιοχές και περιοχές που δεν καλύπτονται επαρκώς. Με την έλευση της πανδημίας COVID-19 έχει αναδειχθεί ακόμη περισσότερο η αξία της τηλεσυμβουλευτικής για τη διατήρηση της πρόσβασης στην περίθαλψη. Περίπου το 38% του ελληνικού πληθυσμού ανέφερε ότι πραγματοποίησε ιατρικό ραντεβού μέσω διαδικτύου ή τηλεφώνου κατά τους πρώτους 12 μήνες της πανδημίας, ποσοστό το οποίο κυμαίνεται στο ίδιο επίπεδο με το σύνολο της ΕΕ (Eurofound, 2021).
Πηγή: https://www.aagora.gr/