- Αβαρία Ειδική (Particular average) Στις ασφαλίσεις μεταφορών ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μερική ζημιά που υφίσταται το ασφαλιζόμενο αντικείμενο από τον υπεύθυνο κατά του οποίου έγινε η ασφάλιση.
- Αδιαφιλονίκητο (Incontestability) Το συμβόλαιο ασφαλειών ζωής καθώς και οι προσθήκες προϋποθέτουν ότι δεν είναι δυνατόν να καταγγελθούν 2 χρόνια μετά την ημερομηνία εκδόσεως ή επαναφοράς εκτός της περίπτωσης μη πληρωμής του ασφαλίστρου και μερικές φορές για άλλους καθορισμένους λόγους.
- Αμέλεια (Negligence) Νομικός όρος που αναφέρεται στην έλλειψη του κατάλληλου βαθμού προσοχής την οποία θα επεδείκνυε υπό δεδομένες συνθήκες ένα φυσιολογικό πρόσωπο μέσου επιπέδου σωφροσύνης.
- Αναλογιστής (Αctuary) Καθορίζει, βάσει της υπάρχουσας εμπειρίας, την χρηματική αξία των υποχρεώσεων για την περίπτωση που θα γίνει κάποιο συμβάν. Ειδικός στον υπολογισμό ασφαλιστικών κινδύνων και ασφαλίστρων.
- Ανικανότητα (Disability) Φυσική ή διανοητική βλάβη η οποία μερικώς ή ολικώς περιορίζει την ικανότητα κάποιου να εκτελεί τα καθήκοντα της εργασίας του την οποία μπορεί να εκτελέσει λόγω μορφώσεως, εκπαιδεύσεως ή εμπειρίας.
- Ανικανότητα Μόνιμη Ολική (Permanent -Total Disability) Ανικανότητα ισοδύναμη με πλήρη και μόνιμη ολική απώλεια ικανότητας προς εργασία
- Ανικανότητα Μερική (Temporary — Total Disability) Ανικανότητα που εμποδίζει τον ασφαλισμένο να εκτελέσει τα καθήκοντά του, αλλά από την οποία μπορεί να αναμένεται πλήρης ή μερική ανάρρωση.
- Αναλογικός Όρος (Average contribution) Η καταβαλλόμενη κάθε φορά αποζημίωση, έχει σχέση προς την ζημιά, την ίδια σχέση που έχει το ασφαλιστικό ποσό προς την ασφαλιστική αξία.
- Ανοικτό συμβόλαιο (Open policy) Ένα ασφαλιστήριο επί συγκεκριμένου κινδύνου ή ομάδος κινδύνων, στο οποίο το κεφάλαιο και οι όροι δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένα, και στο οποίο τα ατομικά ασφαλισμένα κεφάλαια και οι περίοδοι καλύψεως δηλώνονται προς την Εταιρία από τον ασφαλισμένο.
- Αντασφάλιση (Reinsurance) Είναι η ασφάλιση της παροχής του ασφαλιστή από τρίτο.
- Αντεπιλογή (Anti-selection) Οι άνθρωποι που είναι εκτεθειμένοι περισσότερο σε κάποιο κίνδυνο ζητούν σε μεγαλύτερα ποσοστά την ασφάλισή τους. Άνθρωποι με βεβαρημένη υγεία ή με περισσότερο του συνήθους επικίνδυνο επάγγελμα νοιώθουν εντονότερα την
ανάγκη για ασφάλεια ζωής. Αυτή η τάση ονομάζεται αντεπιλογή.
- Αντικείμενο ασφάλισης (Object insured , Subject Matter Insured) Μπορεί να είναι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, πραγματικής οικονομικής αξίας ή οποιοδήποτε περιστατικό η πραγματοποίηση του οποίου ενδέχεται να προκαλέσει την απώλεια κάποιου νομικού δικαιώματος ή τη δημιουργία κάποιας νομικής ευθύνης.
- Απαλλαγή (Deductible) Όρος που περιλαμβάνεται σε ορισμένα συμβόλαια και σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει ένα μέρος του κινδύνου που καλύπτεται από το συμβόλαιο.
- Απαλλαγή Πληρωμής Ασφαλίστρων (Waiver of Premium benefit) Πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στα περισσότερα συμβόλαια και αναφέρει ότι ο ασφαλισμένος ή ο συμβαλλόμενος απαλλάσσεται από την πληρωμή του ασφαλίστρου εάν και όταν καταστεί ανίκανος ολικά ή η ανικανότητα διαρκέσει περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
- Αποζημίωση (Indemnity) Η πληρωμή ενός ποσού για να αντισταθμιστεί όλη ή μέρος της ζημιάς του ασφαλισμένου. Απαίτηση από την ασφαλιστική Εταιρία πληρωμής παροχών σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου.
- Απόθεμα Εκκρεμών Ζημιών (Reserve for outstanding losses) Απόθεμα που δημιουργήθηκε για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρίας για τις ζημιές εκείνες που κατά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσεως παραμένουν σε εκκρεμότητα, περιμένοντας τη διαδικασία ολοκλήρωσης του οριστικού διακανονισμού.
- Αποθεματικό μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων. (Unearned premium reserve) Απόθεμα κινδύνων εν ισχύ (Reserve for unexpired risks) Ένα αποθεματικό που διατηρείται για να καλύψει τις απαιτήσεις που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον από ασφαλίσεις που δεν έχουν λήξει ακόμα.
- Αβαρία Γενική (General average) Οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια η οποία προκαλείται εσκεμμένα από τον πλοίαρχο ή άλλον αρμόδιο με σκοπό την διάσωση του πλοίου. Η απώλεια αυτή καλύπτεται με ανάλογη συνεισφορά όλων των πλευρών των οποίων τα συμφέροντα διασώζονται.
- Ασφαλιστικό ή Έννομο Συμφέρον (Insurable interest) Είναι το οικονομικό ενδιαφέρον που προκύπτει για τον ασφαλισμένο από την πραγματοποίηση του γεγονότος έναντι του οποίου ασφαλίζεται. Ο ασφαλισμένος πρέπει σε κάθε
περίπτωση να βρίσκεται σε νομικά αναγνωρισμένη σχέση με το αντικείμενο της ασφαλίσεως και να έχει οικονομικό συμφέρον. Από την ύπαρξη της σχέσεως αυτής, ο ασφαλισμένος απολαμβάνει κάποια οικονομικά οφέλη, ενώ από την διακοπή της παθαίνει οικονομική ζημιά.
- Ασφαλιστικό Ποσό (Sum Insured) Είναι το χρηματικό ποσό που υποχρεούται κατ’ ανώτατο όριο να καταβάλει ο ασφαλιστής όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος.
- Ασφαλιστήρια αποδεδειγμένης αποτίμησης (Valued Policies) Κατά την ανάληψη του κινδύνου συμφωνείται ασφαλιστική αξία που θα λαμβάνεται υπόψη κατά τον διακανονισμό τυχόν επελθούσης ζημιάς. Στην κατηγορία αυτών των ασφαλιστηρίων υπάγονται τα ασφαλιστήρια ζωής και οι ασφαλίσεις οικιακού εξοπλισμού.
- Ασφάλισμα (Indemnity) Είναι το ποσό που καταβάλλει ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο όταν πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, έναντι του οποίου ασφαλίστηκε ο δεύτερος. Eίναι το ποσό που πληρώνεται από την Εταιρία λόγω επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου.
- Ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο (First loss insurance) Παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη μόνο μέχρι του ανωτάτου ορίου πιθανής ζημιάς. Δηλαδή γίνεται δυνατή η εξ ολοκλήρου κάλυψη μερικής ζημιάς εφόσον βέβαια η ζημιά αυτή δεν υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο όριο. Ασφάλιση σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής συμφωνεί να πληρώσει την αποζημίωση, όχι ποσοστιαία, μέχρι ένα ανώτατο όριο, το οποίο είναι μικρότερο από την συνολική αξία που βρίσκεται σε κίνδυνο.
- Ασφάλιση σε αξία αποκατάστασης (Replacement cost insurance) Ο ασφαλιστής οφείλει να αποκαταστήσει τον ασφαλισμένο στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν την επέλευση του κινδύνου. Η ασφάλιση περιουσίας για το κόστος αντικατάστασης της,χωρίς αφαίρεση για φθορά , νοουμένου ότι το ασφαλισμένο ποσό ανταποκρίνεται στην αξία αντικατάστασης.
- Ασφάλιστρα μη δεδουλευμένα (Unearned premiums) Είναι τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που δεν έχουν λήξει κατά την χρήση που ανέλαβε η ασφαλιστική εταιρία. Επομένος τα ασφάλιστρα αυτά δεν είναι δεδουλευμένα και η επιχείρηση εξακολουθεί να φέρει τις ευθύνες, μέχρι την οριστική λήξη των σχετικών συμβάσεων.
- Αυτασφάλιση (Self-insurance) Η οικονομική προετοιμασία ενός ατόμου ή μιας επιχειρήσεως για την αντιμετώπιση των καθαρών κινδύνων δια της αποταμιεύσεως εκ των προτέρων, ικανού ποσού για να
αντιμετωπισθούν οι πιθανές ζημιές και να εξουδετερωθεί η διαφορά μεταξύ πραγματικών και υπολογισθεισών πιθανών ζημιών.
- Απόθεμα (Reserve) Είναι η παρούσα αξία μελλοντικών ζημιών μείων την παρούσα αξία μελλοντικών ασφαλίστρων. Είναι ποσό που τοποθετείται κατά μέρος για εκκρεμείς ή μελλοντικές απαιτήσεις, καταστροφικούς ή άλλους κινδύνους.
- Αποσιώπηση (Non disclosure) Η μη αποκάλυψει ενός ουσιώδες γεγονότος που σχετίζεται με το προς ασφάλιση κίνδυνο.
- Ασφαλιζόμενος (Insured) Το φυσικό πρόσωπο επί της ζωής του οποίου συνομολογείται η ασφάλιση.
- Ασφαλισιμότητα (Ιnsurability) Όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία, την ροπή προς τραυματισμό και τη διάρκεια ζωής του ασφαλισμένου. Αυτοί οι παράγοντες είναι καθοριστικοί για το ποσοστό του κινδύνου.
- Ατύχημα (Accident) Ως ατύχημα θεωρείται ένα εξωτερικό , βίαιο και τυχαίο συμβάν που έχει σαν αποτέλεσμα την σωματική βλάβη.
- Αυτόματος δανεισμός (Automatic premium loan option) Αν το ασφαλιστήριο λόγω μη πληρωμής ασφαλίστρων οδηγείται σε ελευθεροποίηση η εταιρία αυτομάτως εξοφλεί τα οφειλόμενα ασφάλιστρα εισπράττοντας τα από τις αξίες του ασφαλιστηρίου όταν το ασφαλιστήριο δικαιούται αξία εξαγοράς και υπάρχει υπόλοιπο για δανεισμό ικανό να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα.
- Ασφαλιστικό underwriting Ασχολείται με την συσσώρευση του αναλαμβανομένου κινδύνου λόγω προΰπαρξης προηγουμένων συμβολαίων και με την τήρηση των ανωτάτων ορίων που κάθε εταιρία θέτει για τους αναλαμβανομένους από αυτήν κινδύνους.
- Βεβαρημένος κίνδυνος (Substandard risk) Ορισμένοι κίνδυνοι που εμφανίζουν ασυνήθιστα μεγαλύτερη πιθανότητα επελεύσεως από εκείνη που χαρακτηρίζει την ομάδα που ανήκουν.
- Βελτιωμένος κίνδυνος Ορισμένοι κίνδυνοι που εμφανίζουν χαρακτηριστικά που μετριάζουν την τάση επαληθεύσεως των ή περιορίζουν την έκταση συνεπειών των. (παράδειγμα βελτιωμένων κινδύνων στον κλ. Πυρός είναι οι κτιριακές εγκαταστάσεις που διαθέτουν πυροσβεστήρες ή εγκαταστάσεις sprinklers. Στον κλ. Αυτοκινήτων η μη πρόκληση ατυχήματος.
- Γενικοί όροι (General Provisions) Οι όροι που κατ’ αρχή διέπουν μια ασφαλιστική σύμβαση για έναν ορισμένου τύπου κίνδυνο.
- Δάνειο (Loan) Ο ασφαλιζόμενος μπορεί να εισπράξει ένα ποσό υπό μορφή δανείου εφόσον βέβαια το συμβόλαιο του δικαιούται αξία εξαγοράς. Από τη λήψη του δανείου το ασφαλιστήριο ισχύει για το ονομαστικό ποσόν του μείον το ποσό του δανείου. Ταυτόχρονα ο ασφαλισμένος οφείλει τόκο επί του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού του δανείου.
- Δικαιούχος (Beneficiary) Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που δικαιούνται να πάρουν το ασφαλιζόμενο ποσό.
- Δικαιούχος (Beneficiary) Είναι αυτός που ορίστηκε στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου.
- Δικαίωμα εναντίωσης Δίνεται προθεσμία 14 ημερών στον λήπτη της ασφάλισης που δεν του παραδόθηκαν οι ασφαλιστικοί όροι ή οι πληροφορίες του καταναλωτή, ν’αντιλέγει γραπτά άλλως ή σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε σύμφωνα με τους όρους τις ως άνω πληροφορίες.
- Διάρκεια ασφάλισης (Insurance period) Το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει για το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή ασφαλιστική κάλυψη.
- Διάρκεια συμβολαίου Υπάρχει η συμβατική διάρκεια που αρχίζει το χρόνο της σύναψης της σύμβασης και λήγει το χρόνο που προβλέπεται ως λήξη στη σύμβαση και η διάρκεια ευθύνης του ασφαλιστή που μπορεί να αρχίζει το χρόνο της σύναψης αλλά μεταγενέστερα ή προγενέστερα.
- Διαχειριστικά έξοδα (Operating expenses) Έξοδα της Ασφαλιστικής Εταιρίας στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι φόροι και οι προμήθειες.
- Διπλή ή Πολλαπλή Ασφάλιση (Double insurance) Το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ιδίου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους από ένα ασφαλιστές. Αν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία λέμε ότι έχουμε διπλή ασφάλιση.
- Δήλωση εναντίωσης Δίνεται προθεσμία 14 ημερών στον λήπτη της ασφάλισης να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση εφ’ όσον 1. Το περιεχόμενο του συμβολαίου του παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση 2. Δεν παρέλαβε έγγραφο για τις πληροφορίες του καταναλωτή 3. Το ασφαλιστήριο παραδόθηκε χωρίς γενικούς και ειδικούς όρους
- Εγγυητικό κεφάλαιο Αντιστοιχεί σε ένα ελάχιστο κεφάλαιο εγγύησης ανάλογα με τη σοβαρότητα του κινδύνου στους ασκούμενους κλάδους ασφάλισης τόσο για να εξασφαλισθεί ότι οι ασφαλιστικές επιχείρησεις διαθέτουν από τη στιγμή συστάσεως τους επαρκή μέσα όσο και για να εξασφαλισθεί ότι σε καμία περίπτωση το Περιθώριο Φερεγγυότητας κατά την διάρκεια άσκησης της δραστηριότητας , δεν θα πέσει κάτω από ένα ελάχιστο όριο ασφάλειας. Το εγγυητικό κεφάλαιο αποτελεί το 1/3 του περιθωρίου φερεγγυότητας.
- Εγγυημένη περίοδος Το χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει ταυτόχρονα με την ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης και διαρκεί τόσα ακριβώς χρόνια όσα αναφέρονται στην 1η σελίδα του ασφαλιστηρίου.
- Εγκατάλειψη (Abandonment) (Πυρασφάλειες) Ορος που προβλέπει τη μη εγκατάλειψη του ασφαλισμένου αντικειμένου από τον ασφαλιζόμενο, αλλά την λήψη, από την πλευρά του, όλων των δυνατών μέτρων για παρεμπόδιση περαιτέρω καταστροφής ή απώλειας. (Ναυτασφάλειες) Ορος σύμφωνα με τον οποίο ο ασφαλιζόμενος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση σοβαρής ζημιάς, να εγκαταλείψει το ασφαλιζόμενο αντικείμενο (πάνω από 75%) και να απαιτήσει ολική αποζημίωση, όποτε τούτο περιέρχεται στην κυριότητα του ασφαλιστή.
- Εγκυρότητα ασφαλιστηρίου Μετά πάροδο 2 χρόνων από την έκδοση ή την επαναφορά σε ισχύ του ασφαλιστηρίου και εφόσον ζει ο ασφαλισμένος και καταβάλλονται ανελλιπώς τα ασφάλιστρα, η Εταιρία δεν μπορεί να επικαλεστεί ακυρότητα του ασφαλιστηρίου για αποσιωπημένες ή εσφαλμένες δηλώσεις που έχουν γίνει καλόπιστα από τον ασφαλισμένο ή τον συμβαλλόμενο.
- Ειδικοί όροι (Special conditions) Οι συμπληρωματικοί όροι που διέπουν την σύμβαση αλλά με αναφορά στο συγκεκριμένο αντικείμενο ασφάλισης.
- Εκκρεμείς Ζημιές (Loss Outstanding) Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων τις οποίες η ασφαλιστική εταιρία δε έχει πληρώσει ακόμη.
- Εκχώρησης Δικαιωμάτων (Cession) Ο εκχωρητής μεταβιβάζει το συμφέρον του στο συμβόλαιο στον εντολοδόχο που γίνεται ο ιδιοκτήτης του συμβολαίου.
- Ελεύθερο περαιτέρω καταβολών (Paid Up Policy) Σε αυτή την περίπτωση ο ασφαλισμένος σταματά να καταβάλλει ασφάλιστρα και η βασική ασφάλεια εξακολουθεί να ισχύει για κεφάλαιο μειωμένο στο ποσό του εξοφληθέντος μέρους του κεφαλαίου της βασικής ασφάλειας.
- Ελεύθερο περαιτέρω καταβολών (Paid Up Policy) Βασική προϋπόθεση το συμβόλαιο να δικαιούται αξία εξαγοράς.
- Ενεχυρίαση ασφαλιστηρίου (Pledge) Ενεχυρίαση της αξίας εξαγοράς ενός συμβολαίου έναντι χρέους.
- Ενοχική σύμβαση Εχουμε όταν και οι δύο συμβαλλόμενοι μιας σύμβασης έχουν ενοχική αξίωση ο ένας από τον άλλο (ο ασφαλιστής έχει ενοχική αξίωση για την είσπραξη των ασφαλίστρων και ο ασφαλιζόμενος έχει ενοχική αξίωση να ζητήσει ασφαλιστική προστασία).
- Εξαγορά (Surrender) Το ποσό που διατίθεται στον ασφαλισμένο όταν το συμβόλαιο διακόπτεται κατόπιν αιτήσεως του.
- Εξαγορά (Surrender) Το συμβόλαιο αποκτά αξία εξαγοράς μετά παρέλευση τριών ετών εν ισχύει.
- Εξαίρεση (Exclusion) Όρος ο οποίος εξαιρεί ορισμένους κινδύνους ή ο οποίος περιορίζει το φάσμα της καλύψεως.
- Επαναφορά σε ισχύ Ακυρωμένα ή ελευθεροποιημένα συμβόλαια μπορούν να επαναφερθούν σε ισχύ μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως 3 έως 5 έτη, από την ημερομηνία ακύρωσης η ελευθεροποίησης.
- Επασφάλιστρο (Extra premium) Το ποσό που προστίθεται στο ασφάλιστρο για να καλυφθεί ένας κίνδυνος μεγαλύτερος του κανονικού.
- Ερωτηματολόγιο υγείας Non Medical Ασφάλιση χωρίς ιατρική εξέταση. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής συμπληρώνει ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την υγεία του υποψηφίου για ασφάλιση και ο υποψήφιος υπογράφει.
- Εφ’ άπαξ (Lump Sum) Πληρωμή ολοκλήρου του ασφαλίσματος ενός συμβολαίου σε μία δόση.
- Η αρχή της Δίκαιης αποζημίωσης (Indemnity) Ο ασφαλισμένος, με την επέλευση του κινδύνου, δικαιούται σε πλήρη αποκατάσταση της ακριβούς ζημιάς που υπέστη- όχι όμως και να αποκομίσει όφελος από την επέλευση του κινδύνου.
- Η αρχή της Γενεσιουργού Αιτίας (Proximate Cause) Ο ασφαλισμένος οφείλει να αποδείξει, όταν υποβάλει την απαίτηση του, ότι η ζημιά ή η απώλεια που υπέστη οφείλεται σε κίνδυνο που καλύπτεται από το συμβόλαιο και ότι η
γενεσιουργός αιτία της ζημιάς καλύπτεται από τους όρους τους συμβολαίου.
- Ηθικός κίνδυνος Ο ηθικός κίνδυνος εξαρτάται από τον χαρακτήρα του ασφαλισμένου ή στην περίπτωση επιχειρήσεων από το απασχολούμενο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό. Ενδεικτικά παραδείγματα η. κ. είναι η αδιαφορία του ασφαλισμένου για την ασφαλισμένη περιουσία του και ο δόλος .
- Η αρχή της Καλής Πίστης (Utmost Good Faith) Μόνο ο ασφαλιζόμενος γνωρίζει την πραγματική ποιότητα του κινδύνου και οφείλει να αποκαλύπτει τα «ουσιώδη γεγονότα› που συνοδεύουν τον προς ασφάλιση κίνδυνο. O ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύψει όλα τα στοιχεία που συνοδεύουν τον κίνδυνο, ώστε ο ασφαλιστής να κρίνει αν και με ποιους όρους θα τον αναλάβει.
- Ιατρικό underwriting Ασχολείται με την κατάσταση υγείας του υπό ασφάλιση ατόμου.
- Κίνδυνος εν ισχύ (Unexpired risk) Κίνδυνος που δεν έχει λήξει. Οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στο ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο του ασφαλιστή δεν αναφέρονται στην ίδια χρονική διάρκεια και κατά συνέπεια έχουν διαφορετική λήξη. Στο τέλος κάθε οικονομικής χρήσεως που η Ασφαλιστική Επιχείρηση υποχρεούται στην κατάρτιση του ετήσιου ισολογισμού, πολλοί από τους κινδύνους που ανέλαβε κατά τη χρήση αυτή δεν έχουν λήξει ακόμα.
- Κίνδυνος μη ασφαλίσιμος (Noninsurable risk) α) Κίνδυνος που δεν μπορεί να υπολογισθεί αναλογιστικά β) Κίνδυνος στον οποίο η πιθανότητα ζημιάς είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να καλυφθεί ασφαλιστικά .
- Μαθηματικό Απόθεμα (Mathematical Reserve) Η νομική υποχρέωση των Ασφαλιστικών Εταιριών να διατηρούν αποθεματικά κεφάλαια σύμφωνα με τους καθιερωμένους ασφαλιστικούς νόμους του Κράτους.
- Μέρισμα (Divident) Το ποσό που δικαιούται ο κάτοχος συμβολαίου ισοβίου ή μικτής ασφάλειας με «συμμετοχή στα κέρδη› από την υπεραπόδοση της επενδύσεως των ασφαλίστρων.
- Ουσιώδες γεγονός (Material fact) Ουσιώδες γεγονός στην ασφαλιστική ορολογία σημαίνει κάποια ζωτική πληροφορία που απαιτείται για να ληφθεί μια απόφαση από το Τμήμα Underwriting.
- Παραγραφή (Statute of limitations) Κάθε αξίωση που πηγάζει από ασφαλιστική σύμβαση είτε απευθύνεται κατά του ασφαλιστή είτε κατά του ασφαλισμένου, παραγράφεται μετά πάροδο τριών χρόνων από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο γεννήθηκε. Για την θαλάσσια
ασφάλιση και την ασφάλιση ευθύνης εξ αυτοκινήτων το αντίστοιχο διάστημα είναι δύο χρόνια.
- Περίοδος Αναμονής (Waiting period) Εν γένει η χρονική περίοδος προτού ένα άτομο θεωρηθεί ικανό για να συμμετάσχει στις καλύψεις ενός ομαδικού ασφαλιστηρίου ή ενός επιδόματος για ασθένεια η ανικανότητα.
- Περίοδος Χάριτος (Grace period) Τα περισσότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια αναφέρουν ότι τα ασφάλιστρα μπορούν να πληρωθούν 30 ή 31 ημέρες μετά την ημερομηνία οφειλής, το δε συμβόλαιο παραμένει σε ισχύ. Αν συμβεί ο καλυπτόμενος κίνδυνος το ποσόν του απαιτητού ασφαλίστρου αφαιρείται από το ασφάλισμα.
- Περιθώριο Φερεγγυότητας (Solvency margin) Αντιστοιχεί στην ελεύθερη βάρους περιουσία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών κινδύνων. Το ελάχιστο Περιθώριο Φερεγγυότητας είναι ανάλογο προς το συνολικό όγκο εργασιών της επιχείρησης. Είναι το ποσό εκείνο κατά το οποίο το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει το σύνολο των στοιχείων του παθητικού μιας Ασφ/κής επιχείρησης.
- Πίνακας Θνησιμότητας (Mortality table) Είναι μία αποτύπωση σε αριθμούς της θνησιμότητας ενός συγκεκριμένου συνόλου ανθρώπων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι πίνακες αυτοί καταρτίζονται από στοιχεία που αναφέρονται σε ασφαλισμένα άτομα και όχι στον γενικό πληθυσμό.
- Πρόσθετη Πράξη (Endorsement) Το ασφαλιστικό εκείνο έγγραφο βάσει του οποίου είναι δυνατή η μεταγενέστερη ( μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης ) μερική τροποποίηση των όρων του συμβολαίου, της ασφαλιζόμενης αξίας, του αντικειμένου.
- Πρόσοδος (Annuity) Ένα συμφωνημένο ποσό πληρωτέο σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της ζωής ενός ή περισσοτέρων ατόμων ή πληρωτέο για μία καθορισμένη περίοδο.
- Προσχώρηση (Adhesion) Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι συμβόλαιο προσχωρήσεως διότι ο συμβαλλόμενος πρέπει να προσχωρήσει ή να αποδεχθεί τους καθιερωμένους, προϋπάρχοντες όρους ενός προκαθορισμένου συμβολαίου.
- Σταθερό ασφάλιστρο (Fixed premium) Ασφάλιστρο το οποίο παραμένει σταθερό σ’όλη τη διάρκεια ζωής του συμβολαίου και το οποίο λόγω της συσσωρεύσεως αποθέματος, καθιστά δυνατές τις αποζημιώσεις λόγω θανάτου όπως συμβαίνουν σε μια δεδομένη ομάδα.
Σταθερό ασφάλιστρο (Fixed premium) Ο ασφαλισμένος πληρώνει όλα τα χρόνια το ίδιο ασφάλιστρο παρά το γεγονός ότι η πιθανότητα θανάτου του μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο κατά τη διάρκεια της ασφάλισής του. Το ασφάλιστρο αυτό αντιστοιχεί κατά κάποιο τρόπο στη μέση τιμή θνησιμότητας σε όλη τη διάρκεια της ασφάλισης.
- Συμβαλλόμενος (Contracting party) Το πρόσωπο που συνάπτει την ασφάλιση με την εταιρία και είναι υποχρεωμένο να πληρώνει το ασφάλιστρο έχοντας ταυτόχρονα και τα δικαιώματα που απορρέουν από το συμβόλαιο.
- Συνασφάλιση (Co-Insurance) Το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ιδίου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους από ένα ασφαλιστές. Αν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία λέμε ότι έχουμε συνασφάλιση.
- Συσσωρευμένοι τόκοι (Accumulated interests) Μερίσματα πληρωτέα στους συμβαλλομένους τα οποία αυτοί έχουν αφήσει στην Ασφαλιστική Εταιρία με κάποιο επιτόκιο.
- Τεχνικά αποθέματα (Technical reserves) Τα υποχρεωτικά σχηματιζόμενα τεχνικά αποθέματα για τις ασφαλίσεις ζημιών είναι : το απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, απόθεμα κινδύνων εν ισχύ, απόθεμα εκκρεμών ζημιών, απόθεμα εξισορρόπησης , μαθηματικό απόθεμα γήρατος. Για τις ασφαλίσεις ζωής είναι το απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, απόθεμα κινδύνων εν ισχύ, απόθεμα εκκρεμών ζημιών, μαθηματικό απόθεμα και απόθεμα για συμμετοχή στα τεχνικά κέρδη ή αποδόσεις.
- Τεχνικό επιτόκιο Είναι το επιτόκιο με το οποίο η ασφαλιστική επιχείρηση δεσμεύεται να επενδύει τόσο τα ασφάλιστρα όσο και τα Μαθηματικά Αποθέματα.
- Υπαιτιότητα Είναι η ευθύνη εκείνου που προκάλεσε την ζημιά δηλαδή πταίσμα (πρόθεση, βαριά αμέλεια, ελαφρά αμέλεια).
- Υπασφάλιση (Under-insurance) Το καλυπτόμενο κεφάλαιο είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία.
- Υπερασφάλιση (Over-insurance) Το καλυπτόμενο κεφάλαιο είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία.
- Υποκατάσταση (Subrogation) Με την καταβολή του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται πλήρως, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, τα οποία μπορεί να ασκήσει έναντι παντός τρίτου.
- Υποχρεωτικοί όροι ή δηλώσεις Στην ασφαλιστική πρακτική υπάρχουν οι υποχρεωτικοί όροι ή δηλώσεις που ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και που είναι δεσμευτικοί για τον ασφαλιζόμενο, είτε με συμφωνία των αντισυμβαλλομένων μερών είτε γιατί προκύπτουν από την ασφαλιστική νομοθεσία ή την πρακτική της αγοράς.
- Φυσικός κίνδυνος (Physical hazard) Ο φυσικός κίνδυνος αναφέρεται στη φύση του ασφαλισμένου αντικειμένου και αφορά χαρακτηριστικά του κινδύνου. Ενδεικτικά παραδείγματα φ.κ, είναι για τον κλάδο πυρός η κατασκευή των κτιρίων, η χρήση των κτιρίων, η θέση των κτιρίων, για τον κλάδο ζωής η ηλικία και το φύλο του ασφαλιζομένου, το ιστορικό υγιεινής καταστάσεως, το επάγγελμα του.
- Ψευδής δήλωση (Misrepresentation) Δήλωση ψευδών στοιχείων του παρελθόντος ή του παρόντος που έγιναν στην αίτηση ασφαλίσεως και οδηγεί την εταιρία να εκδώσει ένα συμβόλαιο, το οποίο αλλιώς δεν θα είχε εκδώσει.